- χαλκολιθικός
- -ή, -ό, Νφρ. «χαλκολιθική εποχή»γεωλ. περίοδος τής προϊστορίας τής Γης, την οποία χαρακτηρίζει η μετάβαση από την εποχή τού λίθου στην εποχή τού χαλκού, αλλ. λιθοχαλκή εποχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chalcolithique < χαλκ(ο)-* + λίθος].
Dictionary of Greek. 2013.